- χαδιάρικος
- cilveli, işveli, sokulgan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαδιάρικος — η, ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα») 2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.) 3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»). επίρρ... χαδιάρικα Ν με χαδιάρικο… … Dictionary of Greek
χαϊδιάρικος — η, ο, Ν βλ. χαδιάρικος … Dictionary of Greek
χαϊδιάρικος — χαϊδιάρικος, η, ο και χαδιάρικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαδιάρη, χαδιάρης: Είναι χαϊδιάρικο παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)